- πάμφωνος
- πάμφωνος, -ον (Α)(ποιητ. τ.)1. αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους2. αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», Πίνδ.)3. μτφ. εκφραστικός4. αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη γλώσσα του και προκαλεί έτσι θόρυβο και φλυαρία («εὐρρείτας οἶνος πάμφωνος», Φιλόξ.).επίρρ...παμφώνως (Α)με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -φωνος (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.